- διερείκω
- διερείκω, [tense] aor. -ήρῐκον (also [tense] aor. 1 part.A
-ερείξας Hsch.
), cleave,πλευρὰ καὶ θώρηκα Euph.41
, Alex.Aet.3.21 (tm.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ερείξας Hsch.
), cleave,πλευρὰ καὶ θώρηκα Euph.41
, Alex.Aet.3.21 (tm.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek